κιόλα

κιόλα
κιόλα και κιόλας επίρρ.
1. χρον., ήδη, τώρα, τώρα πλέον: Πιάσανε κιόλας οι ζέστες.
2. τροπ., ακόμη, επιπλέον: Έκλεψε τον άνθρωπο, τον φοβερίζει κιόλας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κιόλα(ς) — (Μ κιόλα και κιόλας) επίρρ. 1. ήδη, τόσο γρήγορα ή τόσο νωρίς, από τώρα (α. «δεν είναι μισή ώρα που έφυγε και γύρισε κιόλας» β. «ακόμη δεν είναι ούτε δύο η ώρα, σχολάσατε κιόλα;») 2. επί πλέον, επίσης (α. «δεν φτάνει που μάς παιδεύει κάθε μέρα,… …   Dictionary of Greek

  • Σ, σ, ς — (αρχαία ελληνικά σίγμα και σΣ, σ, ςιγμα). Το δέκατο όγδοο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Αντιστοιχεί προς το σημιτικό shim (= δόντι, δέντρο). Στην ονομασία shim αντιστοιχεί η δωρική ονομασία σαν, ενώ η ονομασία σίγμα προέρχεται από το σημιτικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”